συγκατοίκηση
[siŋgaˈtikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zusammenwohnenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυγκατοίκηση πράξησυγκατοίκηση πράξη
- Wohngemeinschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκατοίκηση τα άτομα που συγκατοικούνσυγκατοίκηση τα άτομα που συγκατοικούν