„στρατιωτικοποιώ“: μεταβατικό ρήμα στρατιωτικοποιώ [stratiotikopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) militarisieren militarisieren στρατιωτικοποιώ στρατιωτικοποιώ