στράτευμα
[ˈstratevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Heerουδέτερο | Neutrum, sächlich nστράτευμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατArmeeθηλυκό | Femininum, weiblich fστράτευμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατστράτευμα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
Beispiele
- στρατεύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl κατοχήςBesatzungstruppenπληθυντικός | Plural pl