στεφανώνω
[stefaˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bekränzenστεφανώνω φορώ στεφάνι σε κάποιονστεφανώνω φορώ στεφάνι σε κάποιον
- trauenστεφανώνω παντρεύωστεφανώνω παντρεύω