„στερημένος“ στερημένος [steriˈmenos], στερημένη, στερημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kümmerlich kümmerlich στερημένος στερημένος