„στενογραφία“: θηλυκό στενογραφία [stenoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Stenografie Stenografieθηλυκό | Femininum, weiblich f στενογραφία στενογραφία