σταθερός
[staθeˈros], σταθερή, σταθερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- beständigσταθερός κ. καιρόςσταθερός κ. καιρός
- festσταθερός απόφαση, βήμα, εργασίασταθερός απόφαση, βήμα, εργασία
- σταθερός στερεός
- standhaftσταθερός χαρακτήραςσταθερός χαρακτήρας
- solideσταθερός γνώσησταθερός γνώση
- stabilσταθερός νόμισμα, υγείασταθερός νόμισμα, υγεία
- ruhigσταθερός κίνησησταθερός κίνηση
Beispiele
- σταθερή γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich f τηλεφώνου τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφFestnetzanschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σταθερή τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich fEinheitstarifαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen