στίγμα
[ˈstiɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Punktαρσενικό | Maskulinum, männlich mστίγμα σημείοστίγμα σημείο
- Fleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mστίγμα λεκέςστίγμα λεκές
- Schandfleckαρσενικό | Maskulinum, männlich mστίγμα ηθικόστίγμα ηθικό