σπασμένος
[spazˈmenos], σπασμένη, σπασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gebrochenσπασμένοςσπασμένος
- zerbrochenσπασμένος πιάτοσπασμένος πιάτο
- abgebrochenσπασμένος μολύβισπασμένος μολύβι
Beispiele
- σπασμένα Ελληνικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplgebrochenes Griechischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- σπασμένος μηρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mOberschenkelbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m