„σμύρνα“: πληθυντικός ουδετέρου σμύρνα [zˈmirna]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Myrrhe Myrrheθηλυκό | Femininum, weiblich f σμύρνα σμύρνα