„σκουπιδοτενεκές“: αρσενικό σκουπιδοτενεκές [skupiðoteneˈkjes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Mülleimer Mülleimerαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκουπιδοτενεκές σκουπιδοτενεκές