„σκουληκιασμένος“ σκουληκιασμένος [skulikjiazˈmenos], σκουληκιασμένη, σκουληκιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) madig madig σκουληκιασμένος σκουληκιασμένος