„σκοποβολή“: θηλυκό σκοποβολή [skopovoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Schießsport Schießsportαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκοποβολή σκοποβολή Beispiele σκοποβολή με πήλινους δίσκους Tontaubenschießenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκοποβολή με πήλινους δίσκους