„σκληρόκαρδος“ σκληρόκαρδος [skliˈrokarðos], σκληρόκαρδη, σκληρόκαρδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) hartherzig hartherzig σκληρόκαρδος σκληρόκαρδος