σκανδιναβικός
[skanðinaviˈkos], σκανδιναβική, σκανδιναβικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- skandinavischσκανδιναβικόςσκανδιναβικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!