σημασιολογικός
[simasiolojiˈkos], σημασιολογική, σημασιολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- semantischσημασιολογικός γλωσσσημασιολογικός γλωσσ
Vielen Dank für Ihr Feedback!