„σερβιτόρα“: θηλυκό σερβιτόρα [serviˈtora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Kellnerin, Bedienung Kellnerinθηλυκό | Femininum, weiblich f σερβιτόρα Bedienungθηλυκό | Femininum, weiblich f σερβιτόρα σερβιτόρα