„σείομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σείομαι [ˈsiome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) beben, wanken, schwingen beben σείομαι σείομαι wanken, schwingen σείομαι κουνιέμαι σείομαι κουνιέμαι