„σβησμένος“ σβησμένος [zvizˈmenos], σβησμένη, σβησμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) aus, erloschen, ausradiert aus, erloschen σβησμένος φως σβησμένος φως ausradiert σβησμένος με γομμολάστιχα σβησμένος με γομμολάστιχα Beispiele είμαι σβησμένος aus sein είμαι σβησμένος