σβήνω
[zˈvino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- löschenσβήνω κ. δίψα, φωτιά, εγγραφήσβήνω κ. δίψα, φωτιά, εγγραφή
- tilgen, (durch)streichenσβήνω διαγράφωσβήνω διαγράφω
- ausradierenσβήνω με γομμολάστιχα, κ., εξαφανίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσβήνω με γομμολάστιχα, κ., εξαφανίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- stillenσβήνω δίψασβήνω δίψα
- ausmachenσβήνω κερίσβήνω κερί
- ausschaltenσβήνω μηχάνημα, φωςσβήνω μηχάνημα, φως
- abstellenσβήνω κινητήρασβήνω κινητήρα
- auslöschenσβήνω εξαφανίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσβήνω εξαφανίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- ablöschenσβήνω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρσβήνω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
σβήνω
[zˈvino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausgehenσβήνω φως, ράδιοσβήνω φως, ράδιο
- erlöschen, verlöschenσβήνω φωτιά, κ., ζωή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσβήνω φωτιά, κ., ζωή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- schwindenσβήνω ελπίδασβήνω ελπίδα
- σβήνω χάνομαι σιγά-σιγά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ