σαρώνω
[saˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- hinwegfegenσαρώνω παρασύρωσαρώνω παρασύρω
- scannenσαρώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υσαρώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- einheimsenσαρώνω βραβείοσαρώνω βραβείο
- überrennenσαρώνω κατακυριεύωσαρώνω κατακυριεύω