„σαρκαστικός“ σαρκαστικός [sarkastiˈkos], σαρκαστική, σαρκαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sarkastisch sarkastisch σαρκαστικός σαρκαστικός Beispiele σαρκαστικός μορφασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m höhnisches Grinsenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σαρκαστικός μορφασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m