„σάλπιγγα“: θηλυκό σάλπιγγα [ˈsalpiŋga]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Trompete, Eileiter Trompeteθηλυκό | Femininum, weiblich f σάλπιγγα μουσικό όργανο σάλπιγγα μουσικό όργανο Eileiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m σάλπιγγα βιολογία | Biologieβιολ σάλπιγγα βιολογία | Biologieβιολ