„ριμάρω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα ριμάρω [riˈmaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) reimen reimen ριμάρω ριμάρω