ρεζιλεύω
[reziˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- lächerlich machenρεζιλεύω γελοιοποιώρεζιλεύω γελοιοποιώ
- blamierenρεζιλεύω ντροπιάζωρεζιλεύω ντροπιάζω