πυκνός
[piˈknos], πυκνή, πυκνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- dichtπυκνόςπυκνός
- prägnantπυκνός περιεκτικόςπυκνός περιεκτικός
- buschigπυκνός φρύδιαπυκνός φρύδια
Beispiele
- πυκνή κυκλοφορίαθηλυκό | Femininum, weiblich fStoßverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m