πρόχειρος
[ˈproçiros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πρόχειρη, πρόχειροÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- griffbereit, zur Handπρόχειρος έτοιμος για χρήσηπρόχειρος έτοιμος για χρήση
- improvisiertπρόχειρος χωρίς προμελέτηπρόχειρος χωρίς προμελέτη
- provisorischπρόχειρος προσωρινόςπρόχειρος προσωρινός
- notdürftigπρόχειρος χωρίς πολυτέλειεςπρόχειρος χωρίς πολυτέλειες
Beispiele
-
- πρόχειρος υπολογισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHochrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρόχειρος
[ˈproçiros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)