„πρόφαση“: θηλυκό πρόφαση [ˈprofasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Vorwand, Ausrede Vorwandαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρόφαση πρόφαση Ausredeθηλυκό | Femininum, weiblich f πρόφαση δικαιολογία πρόφαση δικαιολογία Beispiele με την πρόφαση unter dem Vorwand (ότι dass) με την πρόφαση