„πρόσφυμα“: ουδέτερο πρόσφυμα [ˈprosfima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Suffix Suffixουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρόσφυμα γραμματική | Grammatikγραμμ πρόσφυμα γραμματική | Grammatikγραμμ