„προσόρμιση“: θηλυκό προσόρμιση [proˈsormisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Landung Landungθηλυκό | Femininum, weiblich f προσόρμιση ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ προσόρμιση ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ