προσόν
[proˈson]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -όντος; πληθυντικός | Pluralpl; -όντα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Fähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσόν ικανότηταπροσόν ικανότητα
- Vorzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσόν πλεονέκτημαπροσόν πλεονέκτημα
- Qualifikationθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσόν πληθυντικός | Pluralplπροσόν πληθυντικός | Pluralpl
Beispiele
- αποκτώ τα προσόνταsich qualifizieren
- με προσόντα