προσποίηση
[prosˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Heucheleiθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσποίηση υπόκρισηπροσποίηση υπόκριση
- Vortäuschungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσποίηση ψέμαπροσποίηση ψέμα