„προσπέλαση“: θηλυκό προσπέλαση [prosˈpelasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Anfahrt, Anmarsch Anfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f προσπέλαση προσπέλαση Anmarschαρσενικό | Maskulinum, männlich m προσπέλαση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ προσπέλαση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ