„προσηλυτίζω“: μεταβατικό ρήμα προσηλυτίζω [prosiliˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bekehren bekehren προσηλυτίζω προσηλυτίζω