„προσανατολισμένος“ προσανατολισμένος [prosanatolizˈmenos], προσανατολισμένη, προσανατολισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) orientiert orientiert προσανατολισμένος προσανατολισμένος Beispiele προσανατολισμένος στο μέλλον zukunftsorientiert προσανατολισμένος στο μέλλον