προπτυχιακός
[proptiçiaˈkos], προπτυχιακή, προπτυχιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- προπτυχιακές σπουδέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplBachelorstudiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προπτυχιακή φοιτήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fBachelorstudentinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προπτυχιακός φοιτητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBachelorstudentουδέτερο | Neutrum, sächlich n