„προπονούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα προπονούμαι [propoˈnume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) trainieren trainieren προπονούμαι προπονούμαι