προοπτική
[prooptiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Perspektiveθηλυκό | Femininum, weiblich fπροοπτικήπροοπτική
- Chanceθηλυκό | Femininum, weiblich fπροοπτική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπροοπτική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- προοπτική από χαμηλάFroschperspektiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προοπτική εξέλιξηςAufstiegschanceθηλυκό | Femininum, weiblich fAufstiegsmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προοπτική επιτυχίαςErfolgsaussichtθηλυκό | Femininum, weiblich f