προμηθευτής
[promiθefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Lieferantαρσενικό | Maskulinum, männlich mπρομηθευτήςLieferfirmaθηλυκό | Femininum, weiblich fπρομηθευτήςπρομηθευτής
Beispiele
- προμηθευτής εξειδικευμένων ειδώνFachhändlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προμηθευτής λογισμικούSoftwareanbieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προμηθευτική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich fZulieferbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m