προκλητικός
[proklitiˈkos], προκλητική, προκλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- herausforderndπροκλητικός που προκαλείπροκλητικός που προκαλεί
- provokativπροκλητικός που περιέχει πρόκλησηπροκλητικός που περιέχει πρόκληση
- aufreizendπροκλητικός διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίαςπροκλητικός διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας