προκατειλημμένος
[prokatiliˈmenos], προκατειλημμένη, προκατειλημμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- voreingenommen, befangenπροκατειλημμένοςπροκατειλημμένος