προκαταβολή
[prokatavoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Vorschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροκαταβολή μισθούπροκαταβολή μισθού
- Vorauszahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροκαταβολή προπληρωμήπροκαταβολή προπληρωμή
- Anzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροκαταβολή κ. το ποσόπροκαταβολή κ. το ποσό