„προέλευση“: θηλυκό προέλευση [proˈelefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Herkunft Herkunftθηλυκό | Femininum, weiblich f προέλευση εμπορεύματος προέλευση εμπορεύματος