„πραγματοποιήσιμος“ πραγματοποιήσιμος [praɣmatopiˈisimos], πραγματοποιήσιμη, πραγματοποιήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erfüllbar erfüllbar πραγματοποιήσιμος πραγματοποιήσιμος