„πολυκατάστημα“: ουδέτερο πολυκατάστημα [polikaˈtastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Kaufhaus Kaufhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n πολυκατάστημα πολυκατάστημα