ποικιλόθερμος
[pikjiˈloθermos], ποικιλόθερμη, ποικιλόθερμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- wechselwarmποικιλόθερμος ζωολογία | Zoologieζωολποικιλόθερμος ζωολογία | Zoologieζωολ
Beispiele
- ποικιλόθερμο ζώοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKaltblüterαρσενικό | Maskulinum, männlich m