„πλυντήρια“: πληθυντικός ουδετέρου πλυντήρια [plinˈdiria]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Waschsalon Waschsalon πλυντήρια πλυντήρια