„πλούσιος“ πλούσιος [ˈplusios], πλούσια, πλούσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) reich, reichlich reich (σε an+δοτική | +Dativ +dat) πλούσιος πλούσιος reichlich πλούσιος άφθονος πλούσιος άφθονος Beispiele με πλούσια παράδοση traditionsreich με πλούσια παράδοση οι πλούσιοιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl die Reichenπληθυντικός | Plural pl οι πλούσιοιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl πλούσια αριστοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Geldadelαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλούσια αριστοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich f πλούσια κώμηθηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Löwenmähneθηλυκό | Femininum, weiblich f πλούσια κώμηθηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πλούσιος σε βιταμίνες vitaminreich πλούσιος σε βιταμίνες πλούσιος σε βροχές niederschlagsreich πλούσιος σε βροχές πλούσιος σε είδη artenreich πλούσιος σε είδη πλούσιος σε πρωτεΐνες eiweißreich πλούσιος σε πρωτεΐνες πλούσιος σε πρώτες ύλες rohstoffreich πλούσιος σε πρώτες ύλες Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen