„πλέκω“: μεταβατικό ρήμα πλέκω [ˈpleko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) stricken, häkeln, flechten stricken πλέκω με βελόνες πλέκω με βελόνες häkeln πλέκω με το βελονάκι πλέκω με το βελονάκι flechten πλέκω καλάθι πλέκω καλάθι