„πικραμένος“ πικραμένος [pikraˈmenos], πικραμένη, πικραμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verbittert verbittert πικραμένος πικραμένος